- νηπιοκομικός
- η , ό[ν] относящийся к воспитанию детей;
νηπιοκομική υπηρεσία — детская консультация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηπιοκομική υπηρεσία — детская консультация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηπιοκομικός — ή, ό [νηπιοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηπιοκομία («νηπιοκομικός σταθμός») … Dictionary of Greek